πυρραία

πυρραία
πυρραίᾱ , πυρραία
red robe
fem nom/voc/acc dual
πυρραίᾱ , πυρραία
red robe
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρραία — ἡ, Α 1. ως κύριο όν. Πυρραία μυθική ονομασία τής Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο τής Πύρρας και τού Δευκαλίωνος 2. πιθ. είδος ενδύματος με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κατάλ. αία, θηλ. τής κατάλ. αῖος* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πυρραίαν — πυρραίᾱν , πυρραία red robe fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρραίη — πυρραία red robe fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρραίην — πυρραία red robe fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”